Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

πέμπτον ὑπελείπετ' ἄεϑλον

См. также в других словарях:

  • υπολείπω — ὑπολείπω ΝΜΑ [λείπω] 1. αφήνω κάτι ως υπόλειμμα, αφήνω υπόλειμμα 2. (το μεσ.) υπολείπομαι α) μένω ως υπόλοιπο, ως περίσσευμα, απομένω (α. «υπολείπονται δύο δόσεις ακόμη» β. «πέμπτον δ ὑπελείπετ ἄεθλον», Ομ. Ιλ.) β) (μτφ. με γεν.) μένω πίσω,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»